- μοδιστράδικο
- τοτο εργαστήριο ή το κατάστημα της μοδίστρας: Ο διάσημος οίκος μόδας αρχικά ήταν ένα συνοικιακό μοδιστράδικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μοδιστράδικο — το [μοδίστρα] το εργαστήριο τής, μοδίστρας … Dictionary of Greek